τριάστερος

τριάστερος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρεις αστέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + αστέρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριάστερος — η, ο αυτός που έχει τρία αστέρια: Τριάστερη σημαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”